- ἠριεύς
- ἠριεύςa corpsemasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηριεύς — ἠριεύς, έως, ό (Α) πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηρίον «τάφος μνημείο» + ευς] … Dictionary of Greek